- ὑπεζῶσθαι
- ὑποζώννυμιundergirdperf inf mpὑποζώννυμιundergirdperf inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποζωννύω — ὑποζωννύω, ΝΑ, και υποζώνω Ν, και ὑποζώννυμι, Α [ζώννυμι, ύω] 1. ζώνω από κάτω για σύσφιγξη ή στερέωση 2. (σχετικά με πλοίο) συσφίγγω με την τοποθέτηση υποζώματος 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. υπεζωκώς αρχ. 1. (το απαρμφ. παθ.… … Dictionary of Greek